- υπόπικρος
- -η, -οκάπως πικρός, πικρούτσικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπόπικρος — somewhat bitter masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπικρος — η, ο / ὑπόπικρος, ον, ΝΑ [πικρός] ο κάπως πικρός, πικρούτσικος. επίρρ... ὑποπίκρως Μ κάπως πικρά … Dictionary of Greek
ὑποπίκρως — ὑπόπικρος somewhat bitter adverbial ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπικρον — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc sg ὑπόπικρος somewhat bitter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίκρου — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίκρους — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίκρῳ — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπικρα — ὑπόπικρος somewhat bitter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπικροι — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek